- κνωδαξ
- κνώδαξ-ᾱκος ὅ (только pl.) стержень, ось
(ἥ σφαίρα τοῖς κνώδαξι περιδινεῖται Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ σφαίρα τοῖς κνώδαξι περιδινεῖται Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνώδαξ — κνώδαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κνώδακας … Dictionary of Greek
κνώδακα — κνώδαξ pin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακας — κνώδαξ pin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακες — κνώδαξ pin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακι — κνώδαξ pin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδακος — κνώδαξ pin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδαξι — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώδαξιν — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα … Dictionary of Greek
κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… … Dictionary of Greek